ευδιοίκητος

ευδιοίκητος
εὐδιοίκητος, -ον (Α)
1. αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», Γαλ.)
2. ο καλά τακτοποιημένος
3. το αρσ. ως κολακευτικός όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διοικητος (< διοικώ), πρβλ. α-διοίκητος, δυσ-διοίκητος, πολυ-διοίκητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐδιοίκητος — easy to assimilate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιοίκητον — εὐδιοίκητος easy to assimilate masc/fem acc sg εὐδιοίκητος easy to assimilate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιοικήτοις — εὐδιοίκητος easy to assimilate masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιοικήτου — εὐδιοίκητος easy to assimilate masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιοικήτους — εὐδιοίκητος easy to assimilate masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιοικήτων — εὐδιοίκητος easy to assimilate masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιοικήτῳ — εὐδιοίκητος easy to assimilate masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιοίκητα — εὐδιοίκητος easy to assimilate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιοίκητοι — εὐδιοίκητος easy to assimilate masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιοικητοτέρα — εὐδιοικητοτέρᾱ , εὐδιοίκητος easy to assimilate fem nom/voc/acc comp dual εὐδιοικητοτέρᾱ , εὐδιοίκητος easy to assimilate fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”